Δυσγευσία: πώς προκαλείται και πώς αντιμετωπίζεται;
Η γεύση είναι μία από τις πιο σημαντικές αισθήσεις που συνδέουν τον άνθρωπο με το περιβάλλον του. Επηρεάζει την απόλαυση του φαγητού, τη διατροφική συμπεριφορά, ακόμη και τη συναισθηματική ευεξία. Όταν η ικανότητα της γεύσης διαταράσσεται, μπορεί να επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την καθημερινότητα όσων την βιώνουν.
Τι είναι η δυσγευσία;
Η δυσγευσία είναι η αλλοίωση ή η παραμόρφωση της γεύσης, κατά την οποία ο ασθενής μπορεί να βιώνει παρατεταμένη πικρή, μεταλλική, αλμυρή ή γλυκιά γεύση, ακόμη και όταν δεν καταναλώνει κάποια τροφή. Μπορεί να εμφανιστεί ως μειωμένη ευαισθησία σε ορισμένες γεύσεις (υπογευσία) ή ως πλήρη απώλεια της γεύσης (αγευσία). Σε ορισμένες περιπτώσεις, η γεύση μπορεί να αλλοιωθεί τόσο ώστε ο ασθενής να αισθάνεται ότι όλες οι τροφές έχουν την ίδια γεύση ή ότι μια συνηθισμένη γεύση γίνεται δυσάρεστη (παραγευσία).
Η γεύση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την όσφρηση. Για τον λόγο αυτό, πολλές περιπτώσεις δυσγευσίας σχετίζονται με προβλήματα στην αίσθηση της όσφρησης. Όταν το σύστημα της όσφρησης δεν λειτουργεί σωστά, ο εγκέφαλος δεν λαμβάνει τις σωστές πληροφορίες για το άρωμα των τροφών, κάτι που επηρεάζει την αντίληψη της γεύσης.
Αίτια της δυσγευσίας
Η δυσγευσία μπορεί να προκληθεί από διάφορους παράγοντες, οι οποίοι επηρεάζουν είτε τους γευστικούς κάλυκες είτε το νευρικό σύστημα που μεταφέρει τις γευστικές πληροφορίες στον εγκέφαλο. Οι πιο κοινοί παράγοντες είναι:
- Λοιμώξεις και ιογενείς παθήσεις
Οι λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος, όπως το κοινό κρυολόγημα, η γρίπη και η ιγμορίτιδα, συχνά προκαλούν προσωρινές αλλαγές στη γεύση. Ο ιός SARS-CoV-2 (COVID-19) έχει αποδειχθεί ότι προκαλεί διαταραχές στη γεύση και την όσφρηση, οι οποίες μπορεί να επιμείνουν ακόμη και μετά την ανάρρωση. Η σχέση του ιού με τους οσφρητικούς υποδοχείς της μύτης φαίνεται να είναι η κύρια αιτία αυτών των συμπτωμάτων.
- Φαρμακευτική αγωγή
Πολλά φάρμακα μπορούν να προκαλέσουν αλλαγές στη γεύση. Οι πιο συχνές κατηγορίες τέτοιων φαρμάκων είναι τα αντιβιοτικά, τα φάρμακα κατά της υπέρτασης, τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται στη χημειοθεραπεία, τα αντικαταθλιπτικά και τα αντιισταμινικά. Αυτά τα φάρμακα μπορεί να επηρεάσουν τη λειτουργία των γευστικών καλύκων ή να προκαλέσουν ξηροστομία, η οποία επίσης συνδέεται με αλλοιώσεις στη γεύση.
- Νευρολογικές διαταραχές
Η γεύση μεταδίδεται μέσω συγκεκριμένων νεύρων στον εγκέφαλο, οπότε οποιαδήποτε βλάβη σε αυτά τα νεύρα μπορεί να προκαλέσει δυσγευσία. Παθήσεις όπως η νόσος του Πάρκινσον, η σκλήρυνση κατά πλάκας και τα εγκεφαλικά επεισόδια μπορούν να επηρεάσουν τη μετάδοση των γευστικών ερεθισμάτων.
- Ορμονικές αλλαγές
Οι ορμονικές αλλαγές που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή της εμμηνόπαυσης αλλά και οι διαταραχές του θυρεοειδούς είναι συχνοί παράγοντες που επηρεάζουν τη γεύση. Οι ορμονικές μεταβολές μπορούν να αλλάξουν τη χημεία του σάλιου και να κάνουν τις τροφές να φαίνονται διαφορετικές.
- ΩΡΛ προβλήματα
Η ξηροστομία, η ουλίτιδα, η περιοδοντίτιδα και οι λοιμώξεις του στόματος μπορούν να αλλοιώσουν την αίσθηση της γεύσης. Επιπλέον, η ρινική συμφόρηση που προκαλείται από αλλεργίες ή χρόνιες ιγμορίτιδες μπορεί να μειώσει την αίσθηση της γεύσης.

Συμπτώματα της δυσγευσίας
Οι άνθρωποι που πάσχουν από δυσγευσία μπορεί να εμφανίσουν διάφορα συμπτώματα, όπως:
- Αλλοίωση ή απώλεια της γεύσης
- Μόνιμη μεταλλική ή πικρή γεύση στο στόμα
- Αποστροφή προς συγκεκριμένες τροφές λόγω διαφορετικής γεύσης
- Λιγότερη όρεξη και αλλαγές στη διατροφική συμπεριφορά
- Ξηροστομία, που επιδεινώνει τη δυσγευσία.
Η δυσγευσία μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την ποιότητα ζωής, καθώς μειώνει την απόλαυση του φαγητού και μπορεί να προκαλέσει απώλεια βάρους ή διατροφικές ελλείψεις.
Η διάγνωση της δυσγευσίας ξεκινά με την κλινική αξιολόγηση από ειδικό ΩΡΛ μετά τη λήψη του ιστορικού. Ο γιατρός θα αξιολογήσει εάν συνυπάρχουν παθήσεις που μπορεί να συμβάλλουν στο πρόβλημα. Στη συνέχεια πραγματοποιείται έλεγχος γεύσης κατά τον οποίο χρησιμοποιείται το τεστ taste strips 16 ερωτήσεων. Ο εξεταζόμενος καλείται να αναγνωρίσει τις γεύσεις του ξινού, αλμυρού, πικρού, γλυκού ή κενού από εμποτισμένα τεμάχια ειδικού χαρτιού σε διαφορετικές συγκεντρώσεις που τοποθετούνται στη γλώσσα του για να ελεγχθεί η ανταπόκριση των γευστικών καλύκων. Μπορεί επίσης να χρειαστούν αιματολογικές εξετάσεις για τον εντοπισμό ενδεχόμενης ανεπάρκειας βιταμινών, όπως ο ψευδάργυρος και η βιταμίνη Β12, ενώ απεικονιστικές εξετάσεις (αξονική ή μαγνητική τομογραφία) πραγματοποιούνται για να εντοπιστούν τυχόν προβλήματα νευρολογικής φύσης.
Πώς αντιμετωπίζεται η δυσγευσία;
Η θεραπεία της δυσγευσίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την υποκείμενη αιτία. Εάν οφείλεται σε λοίμωξη, συνήθως αποκαθίσταται μόλις ο ασθενής αναρρώσει. Σε περιπτώσεις που σχετίζονται με φαρμακευτική αγωγή, μπορεί να χρειαστεί τροποποίηση ή διακοπή του φαρμάκου, κατόπιν ιατρικής συμβουλής.
Εάν η δυσγευσία προκαλείται από ΩΡΛ παθήσεις ή παθήσεις του στόματος, η θεραπεία εστιάζει στην αντιμετώπιση της υποκείμενης νόσου. Για παράδειγμα, η θεραπεία της ξηροστομίας μπορεί να περιλαμβάνει τεχνητό σάλιο ή ειδικά στοματικά διαλύματα.
Σε νευρολογικές παθήσεις, η θεραπεία στοχεύει στη διαχείριση της υποκείμενης διαταραχής. Οι διατροφικές ανεπάρκειες μπορούν να διορθωθούν με συμπληρώματα ψευδαργύρου και βιταμινών.
Η δυσγευσία είναι μια διαταραχή που μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την καθημερινή ζωή των ασθενών. Η έγκαιρη διάγνωση και η σωστή διαχείριση της υποκείμενης αιτίας μπορούν να βελτιώσουν τα συμπτώματα και να αποκαταστήσουν την ποιότητα ζωής των ασθενών.